τουρμπάνι

τουρμπάνι
το, Ν
1. κάλυμμα τού κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, αλλ. σαρίκι
2. το λεπτό βαμβακερό ύφασμα από το οποίο αποτελείται το παραπάνω κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turban < τουρκ. tulbend].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τουρμπάνι — το (λ. γαλλ.) 1. λεπτοϋφασμένο μπαμπακερό ύφασμα, τουλπάνι, μουσελίνα. 2. περιτύλιγμα του κεφαλιού των μουσουλμάνων, σαρίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • προσείλημα — είματος, τὸ, Α 1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» σαρίκι, τουρμπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴλημα «κάλυμμα»] …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τουλίπα — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών του γένους τουλίπη (οικογένεια λειριιδών ή λιλιιδών, μονοκοτυλήδονα): πρόκειται για πολυετή, ποώδη φυτά με βολβό ωοειδή, κονδυλοειδή, σκεπασμένο με ένα μόνο καστανόχρωμο χιτώνα. Από τον βολβό αναπτύσσονται κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Αλήδες ή Αληίδες ή Αλίδες — Μωαμεθανική δυναστεία που καταγόταν από τον χαλίφη Αλή Ιμπν Αμπί Ταλίμπ, εξάδελφο και γαμπρό του προφήτη Μωάμεθ και αρχηγού της αιρέσεως των Σιιτών. Ο Αλή είχε 14 γιους και τουλάχιστον 17 κόρες από τη Φατιμά, κόρη του Μωάμεθ και άλλες συζύγους.… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”